- μικρομέγαλος
- -η, -ο- μικρό παιδί που έχει ύφος, συμπεριφορά και χαρακτήρα μεγάλου ανθρώπου ή λέει λόγια που αρμόζουν σε μεγάλους, ώριμους ανθρώπους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικρομέγαλος — η, ο παιδί που έχει ύφος και συμπεριφορά μεγάλου ανθρώπου: Είναι μικρομέγαλος και πηγαίνει στο σχολείο φορώντας κοστούμι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… … Dictionary of Greek
μεγαλόμικρος — μεγαλόμικρος, ον (Α) μεγάλος και μικρός ταυτοχρόνως, μικρομέγαλος … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek